- τελεμές
- ο, Ν(τροφ. τεχνολ.) είδος παραδοσιακού μαλακού λευκού τυριού άλμης τών ηπειρωτικών διαμερισμάτων τής χώρας, που παρασκευάζεται από κατσικήσιο, πρόβειο ή αγελαδινό γάλα ή από μίγματά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telemes].
Dictionary of Greek. 2013.